- Κίροφ
- (Kirov). Πόλη (462.910κάτ. το 2000) της Ρωσίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Κιρόφσκαγια (120.800 τ. χλμ., 1.560.000 κάτ.). Βρίσκεται πάνω στον ποταμό Βιάτκα, την ονομασία του οποίου είχε έως το 1934. Μετονομάστηκε σε Κ. (1934) προς τιμήν του σοβιετικού πολιτικού Σεργκέι Κίροφ, ο οποίος γεννήθηκε εκεί. Η σύγχρονη πόλη, που ανοικοδομήθηκε το 1970 σχεδόν εξ ολοκλήρου, ελάχιστα θυμίζει την παλιά Βιάτκα.
Η πόλη Κ. αναφέρεται για πρώτη φορά ως Χλίνοφ, σε ένα χρονικό του 1457, υπήρχε όμως και παλαιότερα, από το 1374, ως οικισμός του Νόβγκοροντ και στρατιωτικό φρούριο. Κατά την τσαρική περίοδο ήταν τόπος πολιτικής εξορίας, όπου εξορίστηκαν μεταξύ άλλων οι συγγραφείς Χέρτσεν και Σαλτικόφ και ο αρχιτέκτονας Α.Λ. Βίτμπεργκ.
Μετά το 1934 άρχισαν να δημιουργούνται μεγάλα βιομηχανικά συγκροτήματα στην περιοχή. Στη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου πολέμου και στα μεταπολεμικά χρόνια άρχισαν να αναπτύσσονται και νέοι τομείς βιομηχανίας, κυρίως παραγωγής μηχανοκατασκευών, γεωργικών μηχανημάτων, αθλητικών ειδών, ηλεκτρικών εξαρτημάτων, ελαστικών και δομικών υλών. Σήμερα λειτουργούν επίσης και εργοστάσια επεξεργασίας μετάλλων, κατεργασίας γουναρικών, παραγωγής υφαντουργικών ειδών, ξυλουργικών προϊόντων και επεξεργασίας κρέατος, καθώς και βυρσοδεψεία. Αξιόλογα είναι και τα εργοστάσια κατασκευής μουσικών οργάνων και παιδικών παιχνιδιών. Τα σπουδαιότερα αρχιτεκτονικά μνημεία της πόλης είναι ο καθεδρικός ναός Ουσπένσκι, ένα μοναστήρι του 1689, οι οικοδομές του δημοτικού κήπου (1835) και οι κλασικού ρυθμού κατοικίες του 18ου αι. Μεταξύ των νέων οικοδομημάτων της, πιο αξιόλογο είναι εκείνο που στεγάζει το Μουσείο Τέχνης.
Ορθόδοξοι χριστιανοί σε λιτανεία στην πόλη Κίροφ (φωτ. ΑΠΕ).
Dictionary of Greek. 2013.